επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επιτήδευση — η εξεζητημένη λεπτολογία, προσποίηση, πλαστός τρόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ἐπιτηδεύσηι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj mid 2nd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδευτός — ἐπιτηδευτός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός. επίρρ... ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α) με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση … Dictionary of Greek
κατακομψεύομαι — (Α) μιλώ για κάτι με επιτήδευση ή με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κομψεύομαι «μιλώ για κάτι με επιτήδευση»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
ανεπιτήδευτος — η, ο (Α ἀνεπιτήδευτος, ον) ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός αρχ. μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
αντιθεατρικός — ή, ό 1. εχθρός του θεάτρου 2. ασυμβίβαστος με τους κανόνες της θεατρικής τέχνης 3. αντίθετος προς την επιτήδευση και τις υπερβολές … Dictionary of Greek